ClausewitzQuote.jpg

του Μαυρόπουλου Παναγιώτη*, Παρασκευή 14 Φεβ 1914  IkonidioPDFDownload

Εισαγωγή

Ο πόλεμος, ως πράξη βίας, δημιουργεί τις συνθήκες μέσα στις οποίες ένας «στρατιώτης» μπορεί να διαταχθεί ή να αποφασίσει οικειοθελώς να χρησιμοποιήσει τα όπλα του ακόμα και μέχρι του σημείου να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου άλλου ή άλλων. Ποιά είναι λοιπόν η διαφορά μεταξύ των πράξεων του «στρατιώτη» και της απλής δολοφονίας την οποία διαπράττει ένας δολοφόνος του κοινού ποινικού δικαίου;

Η ηθική του πολέμου, υπό τη ευρεία της έννοια, αφορά στην απάντηση του παραπάνω ερωτήματος. Εάν οι προαναφερθείσες πράξεις διαφέρουν από ηθική άποψη, ποιοί είναι οι κανόνες και τα όρια της κήρυξης και διεξαγωγής του πολέμου τα οποία τον κάνουν να διαφέρει από πράξεις βίας που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κοινού ποινικού κώδικα, δημιουργεί τις συνθήκες μέσα στις οποίες ένας «στρατιώτης» μπορεί να διαταχθεί ή να αποφασίσει οικειοθελώς να χρησιμοποιήσει τα όπλα του ακόμα και μέχρι του σημείου να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου άλλου ή άλλων. Ποιά είναι λοιπόν η διαφορά μεταξύ των πράξεων του «στρατιώτη» και της απλής δολοφονίας την οποία διαπράττει ένας δολοφόνος του κοινού ποινικού δικαίου;

Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το θέμα της ύπαρξης ή όχι ηθικής στον πόλεμο και της σχέσης της με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο θέμα της ηθικής σε περιπτώσεις ένοπλης επέμβασης της διεθνούς κοινότητος όταν παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ηθική και πόλεμος

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σοβαρές ενστάσεις όσον αφορά στο ηθικό μέρος της δολοφονίας συνανθρώπων τους, σε κάθε περίπτωση όμως πιστεύουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι ενστάσεις αυτές υποκαθίσταται από άλλες, ηθικά σημαντικές, απόψεις.

Όταν εξετάζεται το θέμα της ηθικής στον πόλεμο, υπάρχουν δύο θεμελιώδη ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν:

  • Κατά πόσον είναι ηθικά αποδεκτή η προσφυγή στον πόλεμο;
  • Τι είναι ηθικά επιτρεπτό στον πόλεμο;

Η παλαιότερη, καλύτερα διατυπωμένη και ευρύτερα αποδεκτή θεωρία της ηθικής στον πόλεμο είναι η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου (Just war theory). Όμως, η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου δεν είναι η μόνη θεωρία η οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Ας αρχίσουμε εξετάζοντας ακροθιγώς τις άλλες θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις στο θέμα, πριν προχωρήσουμε στη Θεωρία (ή Παράδοση) του Δίκαιου Πολέμου, η οποία αποτελεί το κεντρικό θέμα του άρθρου.

Φιλειρηνισμός (Pacifism)

Η κεντρική θέση της θεωρίας του φιλειρηνισμού είναι ότι ο πόλεμος, οποιουδήποτε είδους, είναι ηθικά απαράδεκτος. Ο φιλειρηνισμός καλύπτει ένα μεγάλο εύρος απόψεων οι οποίες εκτείνονται από την πεποίθεση ότι οι διεθνείς διαφορές μπορούν και πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα, μέχρι την απόλυτη αντίθεση στη χρήση βίας ή ακόμη και στρατιωτικής ισχύος, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Οι υπέρμαχοι της θεωρίας υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος συχνά αποτυγχάνει να επιτύχει τον πολιτικό σκοπό για τον οποίο κηρύχθηκε (η εισβολή στο Ιράκ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα), το δε κέρδος του, στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες ο πολιτικός σκοπός του επιτυγχάνεται, δεν είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο κόστος. Υποστηρίζουν επίσης ότι ο πόλεμος πολύ σπάνια υποκινείται από τις ιδέες τις οποίες οι υποστηρικτές του χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν την κήρυξή του.

Ρεαλισμός (Realism)

Ο πολιτικός ρεαλισμός είναι η θεωρία της πολιτικής η οποία υποστηρίζει ότι η ισχύς είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ο πρωταρχικός σκοπός της πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό του κράτους όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τα εθνικά κράτη, ως οι σημαντικότεροι παράγοντες του διεθνούς συστήματος και ορθολογικές οντότητες, υπολογίζουν το κόστος και το όφελος των επιλογών τους και επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους.

Μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής επικρατεί σκεπτικισμός για το εάν οι ηθικές αρχές, όπως το δίκαιο, έχουν εφαρμογή στις διεθνείς σχέσεις. Οι οπαδοί του ρεαλισμού πιστεύουν ότι οι ηθικές αρχές δε θα πρέπει να υπαγορεύουν τη συμπεριφορά ενός κράτους, το οποίο θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ασφάλεια και τα συμφέροντά του.

Μία από τις θέσεις της θεωρίας του ρεαλισμού, η οποία σχετίζεται με την ηθική του πολέμου, είναι ότι στα πλαίσια ενός γενικευμένου πολέμου, είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ εμπολέμων και αμάχων, οπότε κάποιος βαθμός απωλειών των αμάχων θα πρέπει να είναι αποδεκτός.

Ωφελιμισμός (Utilitarianism)

Η θεωρία του ωφελιμισμού υποστηρίζει την ηθική του «σκοπού» (όχι του «μέσου») και της βελτιστοποίησης. Κατά τη θεωρία αυτή, η μόνη θεμελιώδης ηθική αξία είναι η ανθρώπινη ευτυχία και η αποφυγή του πόνου, όλες δε οι άλλες αξίες είναι παράγωγες . Μια ενέργεια θεωρείται ηθική όταν οι συνέπειές της είναι βέλτιστες, ή κατά μια άλλη διατύπωση ότι η ηθική αξία μιας ενέργειας καθορίζεται αποκλειστικά από τη συνεισφορά της στην τελική χρησιμότητα. (Η χρησιμότητα έχει προσδιοριστεί από τους θεωρητικούς ως ευτυχία, απόλαυση ή καλοπέραση).

Δεοντολογία (Deontology)

Κεντρική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά ή κατά προτεραιότητα με βάση το καθήκον και τα δικαιώματα των άλλων. Μία από τις πιο σημαντικές θέσεις της θεωρίας αυτής είναι ότι η συμπεριφορά ενός δρώντος μπορεί να είναι λάθος ακόμη και αν έχει ως αποτέλεσμα τις καλύτερες δυνατές συνέπειες. Η δεοντολογία υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους είναι συνήθως (ή πάντοτε) πιο σημαντικός από το τελικό αποτέλεσμα.

Ορισμένες ενέργειες είναι σωστές ή λάθος, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατηγορία, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Δεν υπάρχει ηθική στη δολοφονία, τα βασανιστήρια, το βιασμό και την εκ προθέσεως δολοφονία πολιτών στον πόλεμο. Τα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία, και την ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτα. Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στο σεβασμό και την αξιοπρέπεια. Ο άνθρωπος είναι ο «σκοπός» και όχι το «μέσον».

Η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου (Just war theory)

Η θεωρία του δίκαιου πολέμου έχει τις ρίζες της στη Χριστιανική πίστη, και κατά βάση στο έργο του Αγίου Θωμά Ακουίνα (ή Ακουϊνιάτη, 1225 – 1275 μΧ). Η βασική θέση της θεωρίας είναι ότι ο πόλεμος μπορεί να είναι δίκαιος υπό προϋποθέσεις. Καθώς όμως οι προϋποθέσεις έχουν την τάση να υπόκεινται σε διάφορες ερμηνείες, και κατά συνέπεια σε πολιτική εκμετάλλευση, ο πυρήνας της Θεωρίας του Δίκαιου πολέμου είναι Αμφισβητήσιμος.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή υπάρχει ένα σύνολο καθολικά αποδεκτών αρχών, με βάση τις οποίες ορίζονται κριτήρια αξιολόγησης, από ηθική άποψη, της ενδεχόμενης χρήσης στρατιωτικής ισχύος. Η θεωρία συνδυάζει την ηθική αποστροφή προς τον πόλεμο με την άποψη ότι μερικές φορές ο πόλεμος είναι το «μη χείρον», και προσπαθεί να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο η χρήση των όπλων θα μπορούσε να περιοριστεί, να γίνει πιο ανθρώπινη, και τελικά να στραφεί προς το σκοπό της επίτευξης μιας διαρκούς ειρήνης και δικαιοσύνης.

Η θεωρία διακρίνει την ηθική της χρήσης στρατιωτικής ισχύος σε δύο μέρη: πότε είναι σωστή η προσφυγή στα όπλα (jus ad bellum) και τι είναι αποδεκτό όσον αφορά στη χρήση των όπλων (jus in bello). Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μία τρίτη κατηγορία (jus post bellum), η οποία αναφέρεται στο δίκαιο του τερματισμού του πολέμου και των συνθηκών ειρήνης, καθώς επίσης και στην ποινική δίωξη των εγκληματιών του πολέμου.

Κριτήρια κήρυξης δίκαιου πολέμου (jus ad bellum)

Σύμφωνα με τη Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου, για να χαρακτηριστεί ένας πόλεμος δίκαιος, θα πρέπει να πληροί ορισμένα κριτήρια . Τα παρακάτω κριτήρια συγκεντρώνουν τη σύμφωνη γνώμη της πλειονότητας των θεωρητικών: δίκαια υπόθεση, νόμιμη δικαιοδοσία, καλές προθέσεις, πιθανότητα επιτυχίας, έσχατο μέσο και αναλογικότητα.

Δίκαια υπόθεση (Just cause)

Το κριτήριο της δίκαιας υπόθεσης βρίσκεται στον πυρήνα της Θεωρίας του Δίκαιου Πολέμου, και είναι αυτό από το οποίο πήρε το όνομά της. Η κεντρική θέση της θεωρίας είναι ότι ο πόλεμος είναι επιτρεπτός μόνον όταν υπηρετεί το δίκαιο. Κανένας άλλος λόγος διεξαγωγής του (όπως για παράδειγμα η προώθηση εθνικών συμφερόντων) δεν είναι αποδεκτός.

Πολλοί θεωρούν ότι η μόνη δίκαια υπόθεση είναι η αυτοάμυνα. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κάθε κράτος το οποίο κηρύσσει πόλεμο για λόγους εκτός της αυτοάμυνας, διαπράττει το έγκλημα του επιθετικού πολέμου. Ο πόλεμος δε δικαιολογείται όταν διεξάγεται για λόγους εθνικής δόξας, διόρθωσης λαθών του παρελθόντος, εδαφικών διεκδικήσεων, ή για οποιονδήποτε λόγο ο οποίος δεν έχει σχέση με την άμυνα. Παρ’ όλα αυτά, η αρχή της αυτοάμυνας μπορεί να ερμηνευτεί διασταλτικά και τελικά να προβλέπει επιθετικές ενέργειες. Έτσι, ο επιθετικός πόλεμος επιτρέπεται εάν έχει ως στόχο να ανταποδώσει ένα κακό το οποίο έχει ήδη διαπραχθεί ή να προλάβει μια επικείμενη επίθεση. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι και η πλέον αμφισβητήσιμη (και επικίνδυνη), δεδομένου ότι παρέχει τη δικαιολογία για την κήρυξη και διεξαγωγή προληπτικού πολέμου.

Νόμιμη δικαιοδοσία (Legal authority)

Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, ο πόλεμος μπορεί να είναι δίκαιος μόνον εάν έχει κηρυχθεί από μια κυρίαρχη κρατική αρχή. Άτομα ή ομάδες, των οποίων η εξουσία δεν προέρχεται από τα μέλη της κοινωνίας, ακόμη και εάν η υπόθεσή τους είναι δίκαια, δεν νομιμοποιούνται να κηρύξουν δίκαιο πόλεμο. Εάν μια κυβέρνηση είναι νόμιμη, δηλαδή συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη του λαού της και δεν κυβερνά αυθαίρετα, τότε η εκχώρηση του δικαιώματος κήρυξης πολέμου στα κατάλληλα όργανά της είναι και αυτή νόμιμη. Όμως, όσο λιγότερο σωστή και δίκαια είναι η μορφή διακυβέρνησης, τόσο αμφισβητήσιμη είναι η δικαιοδοσία της όσον αφορά στην κήρυξη του πολέμου. Συμπερασματικά, μόνο οι νομίμως εκλεγμένες δημόσιες αρχές έχουν το δικαίωμα της προσφυγής στη χρήση βίας και της κήρυξης πολέμου.

Καλές προθέσεις (Right intentions)

Η γενική ιδέα είναι ότι ο πόλεμος θα πρέπει να διεξάγεται για λόγους δικαίου (αποκατάστασης μιας δίκαιας ειρήνης) και όχι για λόγους στενά εννοούμενου εθνικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια ο πόλεμος δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιος όταν λόγοι εθνικού συμφέροντος υπερισχύουν της αρχής της καταπολέμησης της επιθετικότητας. Το κριτήριο των καλών προθέσεων συνδέεται με τη διεξαγωγή του πολέμου (jus in bello) και απαγορεύει ενέργειες αντεκδίκησης και αδιάκριτης βίας. Όμως, το θέμα των καλών προθέσεων δημιουργεί προβλήματα πρακτικής εφαρμογής και συνεπειών, τα οποία θα πρέπει να εξετασθούν πριν την προσφυγή στον πόλεμο.

Πιθανότητα επιτυχίας (Probability of success)

Η κεντρική ιδέα του κριτηρίου αυτού είναι ότι η ανθρώπινη ζωή και οι οικονομικοί πόροι δεν πρέπει να θυσιάζονται για μάταιες υποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος, για να μπορεί να θεωρηθεί δίκαια, πρέπει να έχει κάποια λογική πιθανότητα επιτυχίας. Η εκτίμηση της πιθανότητας επιτυχίας της χρήσης στρατιωτικής ισχύος απαιτεί υπολογισμούς. Η ιδέα όμως του υπολογισμού των κερδών δημιουργεί ηθικά και πρακτικά προβλήματα, όπως γίνεται φανερό από τα παρακάτω ερωτήματα.

  • Μήπως κάποιος δεν πρέπει να προστρέξει σε βοήθεια ενός ανθρώπου ή να κηρύξει πόλεμο εάν δεν υπάρχει λογική πιθανότητα επιτυχίας;
  • Είναι σωστό να αποδεχόμαστε την επιθετικότητα επειδή το κόστος της μη αποδοχής της μπορεί να είναι απαγορευτικό;
  • Δεν είναι μερικές φορές ηθικά επιτρεπτή η αντιμετώπιση μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης, όπως ο Λεωνίδας τους Πέρσες στις Θερμοπύλες, οι Φιλανδοί τους Ρώσους το 1940, οι Έλληνες τους Γερμανούς το 1941, απλώς και μόνο για λόγους εθνικής αυτό-εκτίμησης;
  • Ποιός μπορεί να κρίνει εκ των προτέρων ποιές είναι οι πιθανότητες επιτυχίας ενός εγχειρήματος, ειδικά στην περίπτωση του πολέμου του οποίου η έκβαση βασίζεται σε παράγοντες που κάθε άλλο παρά σταθεροί και προβλέψιμοι μπορούν να χαρακτηριστούν; Στο πλαίσιο αυτό οι μάχες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως μη δίκαιες, έστω και αν μακροπρόθεσμα αποτέλεσαν το ακρογωνιαίο λίθο της απόκρουσης της περσικής εισβολής, οπότε, σύμφωνα με τα κριτήρια της δίκαιας υπόθεσης και των καλών προθέσεων, δικαιούνται του χαρακτηρισμού τους ως δικαίων.

Το κριτήριο αυτό απαιτεί όπως, πριν την προσφυγή στον πόλεμο, έχει καταβληθεί κάθε προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με διαπραγματεύσεις και διαιτησία. Δεν απαιτείται βέβαια να δοκιμαστεί κάθε πιθανή εναλλακτική λύση, ειδικά εάν οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι αμελητέες, απαιτείται όμως η ειλικρινής εκμετάλλευση κάθε σοβαρής επιλογής. Στην περίπτωση της απόκρουσης μιας ένοπλης επίθεσης το κριτήριο δεν έχει και μεγάλη αξία, δεδομένου ότι, όταν έχει ήδη εκδηλωθεί η ένοπλη εισβολή, δεν υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια της εκμετάλλευσης εναλλακτικών ειρηνικών τρόπων.

Κάτω από το πρίσμα των συνθηκών που διαμορφώνονται στην εξέλιξη των επιχειρήσεων, η διεξαγωγή του πολέμου μπορεί να μην είναι πλέον το έσχατο μέσο. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, ακόμη και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του πολέμου, τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν τρόπους με τους οποίους η σύγκρουση θα μπορούσε να τερματιστεί. Αν και η αντεπίθεση μπορεί να είναι ο μοναδικός τρόπος άμεσης αντίδρασης σε μια εισβολή, η συνέχιση της αντεπίθεσης δεν είναι επιτρεπτή όταν ο εισβολέας είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί το τέλος των εχθροπραξιών κατά τρόπο δίκαιο για όλα τα εμπόλεμα μέρη.

Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα του εάν αυτός που καταφεύγει στον πόλεμο για την επίλυση των διαφορών του, είναι ειλικρινής στον ισχυρισμό του ότι εξήντλησε όλα τα άλλα μέσα. Η εκτίμηση περί της χρήσης των άλλων μέσων είναι τόσο υποκειμενική, που τελικά χρησιμοποιείται κατά το δοκούν και συχνά ως δικαιολογία για την αιτιολόγηση της κήρυξης του πολέμου ως νόμιμης και ηθικής. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, την οποία οι ΗΠΑ θεωρούν νόμιμη και ηθική, σε αντιδιαστολή με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος τη θεωρεί αδικαιολόγητη και στερούμενη ηθικής βάσης.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος του 1940. Σύμφωνα με το κριτήριο του έσχατου μέσου, η Ελλάδα δεχόμενη εισβολή, αντεπιτέθηκε δικαίως για την απόκρουση του εισβολέα. Ήταν όμως δίκαια η συνέχιση του πολέμου μετά την επέκταση των επιχειρήσεων στο έδαφος της Αλβανίας; Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν, εφόσον οι Ιταλοί δεν ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν τον τερματισμό του.

Αναλογικότητα (Proportionality)

Το κριτήριο της αναλογικότητας αναφέρεται τόσο στο μέγεθος της βλάβης που κατάφερε ο επιτιθέμενος, όσο και στο μέγεθος της στρατιωτικής ισχύος που απαιτείται για την αποκατάσταση της αδικίας. Ο αντικειμενικός σκοπός του κηρυχθέντος πολέμου πρέπει να περιορίζεται στην αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης, και να μην επεκτείνεται πέραν αυτής για λόγους αντεκδίκησης. Η χρήση στρατιωτικής ισχύος, ιδιαίτερα όταν η πρόκληση απωλειών αμάχων είναι πιθανή, πρέπει και αυτή να είναι «ανάλογη» του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Και στην περίπτωση αυτή, η κρίση είναι υποκειμενική, το δε αποτέλεσμα αμφίβολο. Κατά τον Ηρόδοτο, στρατός δύναμης 1,7 εκατομμυρίων ανδρών εισέβαλε στην Ελλάδα το 480 π.Χ. για να τιμωρήσει τους Έλληνες για την υποστήριξη που παρείχαν στους Ίωνες, όταν αυτοί επαναστάτησαν κατά του Σατράπη της Λυδίας το 499 π.Χ. Ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της εισβολής ως ηθικής ή ανήθικης, το ασύλληπτο μέγεθος της δυνάμεως του επιτιθεμένου την καθιστά αυτομάτως μη δίκαιη, έστω και αν εκ των υστέρων απεδείχθη ότι και αυτή η δύναμη ήταν ανεπαρκής για να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό του πολέμου.

Κριτήρια διεξαγωγής δίκαιου πολέμου (jus in bello)

Η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου προσπαθεί επίσης να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα του πως πρέπει να διεξάγεται ο πόλεμος, μετά την κήρυξή του. Και στην περίπτωση αυτή έχει αναπτυχθεί ένας αριθμός κριτηρίων με βάση τα οποία ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου χαρακτηρίζεται ως ηθικός ή όχι. Τα κριτήρια αυτά εμπίπτουν στις δύο γενικές κατηγορίες της διάκρισης και της αναλογικότητας. Το κριτήριο της διάκρισης αφορά στη νομιμότητα των στόχων, ενώ το κριτήριο της αναλογικότητας αφορά στο μέγεθος της ισχύος το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ηθικά επιτρεπτό.

Διάκριση

Το κριτήριο αυτό ισχυρίζεται ότι μόνο η στοχοποίηση στρατιωτικών στόχων είναι νόμιμη. Οι άμαχοι δεν πρέπει να στοχοποιούνται ποτέ άμεσα και εκ προθέσεως, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν πρέπει επίσης να αποτελούν ποτέ στόχο οι κατοικίες, οι χώροι θρησκευτικής λατρείας και τα σχολεία. Κατά συνέπεια θεωρείται άδικη η αδιάκριτη επίθεση εναντίον μαχίμων και αμάχων. Όμως, ορισμένες φορές ο πόλεμος αναπόφευκτα εμπλέκει αμάχους. Ενώ η αρχή της διάκρισης υποστηρίζει την ασυλία τους από τον πόλεμο, το πρακτικό μέρος του πολέμου δημιουργεί την ανάγκη για ένα διαφορετικό μοντέλο.

Η στοχοποίηση μιας στρατιωτικής εγκατάστασης στο μέσον της πόλης είναι επιτρεπτή επειδή ο στόχος είναι νόμιμος. Στην περίπτωση αυτή, οι απώλειες αμάχων είναι πιθανές άρα και προβλέψιμες, όχι όμως εκ προθέσεως. Ενώ η αρχή αυτή παρέχει μεν μια δικαιολογία για τις «παράπλευρες απώλειες» των αμάχων, δημιουργεί ταυτόχρονα έναν αριθμό θεμάτων τα οποία αφορούν στη δικαιολόγηση του προβλέψιμου ρήγματος της ασυλίας, καθώς επίσης και της στάθμισης της προσβολής στρατιωτικών στόχων σε σχέση με τις προβλέψιμες απώλειες αμάχων.

Η αρχή της «διπλής χρήσης» κάποιων εγκαταστάσεων (από ενόπλους και αμάχους) παρέχει μια δικαιολογία επίθεσης εναντίον αμάχων, υπό την προϋπόθεση ότι ο θάνατος τους δεν είναι αποτέλεσμα εσκεμένης ενέργειας, αλλά προκαλείται από λάθος. Η προσβολή ενός εργοστασίου πυρομαχικών, για παράδειγμα, στοχεύει στην καταστροφή στρατιωτικών δυνατοτήτων και όχι στο θάνατο των εργαζομένων στο εργοστάσιο.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο καθορισμός του ποιος είναι άμαχος και ποιος μάχιμος . Πολλοί υποστηρίζουν ότι η φύση του σύγχρονου πολέμου καταργεί ή δυσκολεύει τη διάκριση αμάχων και μαχίμων. Για να κατανοήσουμε τη δυσκολία του προβλήματος, ας δούμε ορισμένα από τα συνηθισμένα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν σε σχέση με τη διάκριση αμάχων – μαχίμων.

  • Ο ρόλος των αμάχων στην υποστήριξη της οικονομίας ενός κράτους και κατά συνέπεια της συντήρησης του πολέμου, τους αφαιρεί την ιδιότητα του αμάχου;
  • Το γεγονός ότι ένας άμαχος έχει υποστεί στρατιωτική εκπαίδευση τον καθιστά υποψήφιο μάχιμο. Σε ποιο καθεστώς ανήκει;
  • Το γεγονός ότι ένας άμαχος κατέχει γνώσεις ή μυστικά τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς (κώδικες κρυπτογραφίας, κωδικούς ενεργοποίησης πυρηνικών όπλων) τον καθιστά υποψήφιο στόχο;

Το κριτήριο της αναλογικότητας ασχολείται με το είδος της στρατιωτικής ισχύος το οποίο είναι ηθικά επιτρεπτό στον πόλεμο. Ενώ η αρχή της διάκρισης επικεντρώνεται στο ποιος είναι ένας θεμιτός στόχος, η αρχή της αναλογικότητας ασχολείται με το είδος της δύναμης η οποία είναι ηθικά αποδεκτή. Η δύναμη η οποία χρησιμοποιείται θα πρέπει να είναι ανάλογη της βλάβης που προκλήθηκε και του ενδεχόμενου καλού το οποίο μπορεί να προκύψει.

Ο στόχος αυτού του κριτηρίου είναι να ελαχιστοποιήσει την καταστροφή και τις απώλειες. Υπό την ευρεία του έννοια είναι ωφελιμιστικό, από την άποψη ότι προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τη συνολική δυστυχία. Με απλά λόγια, κανείς δεν πρέπει να προκαλεί το θάνατο του αντιπάλου, εάν ο σκοπός του πολέμου μπορεί να επιτευχθεί με τον απλό τραυματισμό του.

4Κριτήρια τερματισμού δίκαιου πολέμου (jus post bellum)4

Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι θεωρητικοί του δίκαιου πολέμου πρότειναν μία τρίτη κατηγορία. Τα κριτήρια του τερματισμού δίκαιου πολέμου (jus post bellum) αφορούν στο δίκαιο μετά τον τερματισμό του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ειρήνης, της προσαγωγής των εγκληματιών πολέμου σε δίκη και των πολεμικών αποζημιώσεων. Ορισμένα από τα προτεινόμενα κριτήρια είναι τα παρακάτω:

Επαρκής λόγος τερματισμού

Ένα κράτος μπορεί να τερματίσει έναν πόλεμο εάν έχει επιτευχθεί μια λογική αποκατάσταση των δικαιωμάτων τα οποία παραβιάστηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου, και εφόσον ο επιτιθέμενος είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί του όρους της παράδοσης. Οι όροι παράδοσης περιλαμβάνουν μια επίσημη διατύπωση συγνώμης, επανορθώσεις και προσαγωγή σε δίκη των εγκληματιών του πολέμου.

Καλές προθέσεις

Ένα κράτος θα πρέπει να τερματίσει τον πόλεμο μόνο υπό τις προϋποθέσεις που συμφωνούν με τα κριτήρια τερματισμού του δίκαιου πολέμου. Η εκδίκηση δεν επιτρέπεται. Το κράτος – νικητής θα πρέπει επίσης να είναι πρόθυμο να εφαρμόσει το ίδιο επίπεδο αντικειμενικότητας και ελέγχου για τυχόν εγκλήματα πολέμου τα οποία έχουν διαπράξει οι δικές του Ένοπλες Δυνάμεις.

Διάκριση

Το κράτος – νικητής θα πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, και εμπολέμων και αμάχων. Οι ποινές θα πρέπει να περιορίζονται μόνο σε αυτούς που είναι άμεσα υπεύθυνοι για την πρόκληση της σύγκρουσης.

Αναλογικότητα

Οι όροι παράδοσης θα πρέπει να είναι ανάλογοι με τα δικαιώματα τα οποία παραβιάστηκαν στην αρχή. Δρακόντεια μέτρα και κάθε προσπάθεια αποκλεισμού του παραδοθέντος κράτους από τη διεθνή κοινότητα δεν επιτρέπονται.

Επίλογος

Προφανώς δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στα προβλήματα ηθικής. Είναι βέβαιο ότι ο πόλεμος είναι συνυφασμένος με το ανθρώπινο είδος, και παρά τις διακηρύξεις και τα όνειρα, πόλεμοι θα εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάθε γωνιά της Γης, σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Οι θεωρητικοί της ηθικής και του πολέμου, προσπαθούν να δώσουν απλές απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα, οι δε στρατιώτες στο πεδίο των επιχειρήσεων να ελέγξουν τις ακραίες απάνθρωπες συμπεριφορές και να θυμούνται τις θεωρίες περί ηθικής. Μέσα σε όλο αυτό το σύνθετο περιβάλλον, φαίνεται ότι η μακροβιότερη θεωρία είναι αυτή του Δίκαιου Πολέμου, η οποία παραμένει ζωντανή και ανανεώνεται σύμφωνα με τις νέες ιδέες και αντιλήψεις περί ηθικής και πολέμου. Η θεωρία αυτή παρέχει «ρεαλιστικότερες» απαντήσεις στα ερωτήματα ηθικής, αλλά απέχει πολύ από του να αποτελεί έναν οδηγό σχεδίασης πολεμικών επιχειρήσεων έτσι ώστε αυτές να είναι πιο ηθικές.


Αναφορά στο άρθρο :Μαυρόπουλος Παναγιώτης,Η ηθική του πολέμου. War and Strategy, 19 Ιαν 2014, http://www.warandstrategy.gr/


* O Μαυρόπουλος Παναγιώτης είναι Αντιστάτηγος ε.α.